εξακοσιαπλάσιος

εξακοσιαπλάσιος
-α, -ο
αυτός που είναι εξακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *εξακοσιάπλατος + -ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροστος, διφάσιος < δίφατος). Στον υποθετ. αμάρτ. τ. απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel- «πτυχώνω, διπλώνω» παρεκτεταμένη σε -t- (πρβλ. αρχ. νορβ. falda, γοτθ. ∂in-falps «απλός»), η οποία με διάφορα επιθήματα απαντά και στα πλέκω, διπλούς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξακοσιαπλάσιος — α, ο ο μεγαλύτερος ή περισσότερος εξακόσιες φορές από άλλον (ή από ό,τι ήταν προηγούμενα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”